ΞΑΓΝΑΝΤΟ
Με τα χρόνια και το Ξάγναντο υπέστη μείωση του πληθυσμού του, καθώς οι περισσότεροι νέοι, αναζήτησαν αλλού την τύχη τους, ακολουθώντας άλλα επαγγέλματα, πέραν της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, που παραδοσιακά οι γονείς τους ασχολιόντουσαν. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στο Ξάγναντο κατοικούν πλέον 40 άτομα.
-
Αξιολογήσεις 0 Αξιολογήσεις/235 Προβολές0/5
-
Τύπος εμπειρίας Χωριά
-
Επίπεδο Δυσκολίας Επίπεδο 0
-
Κόστος ΔΩΡΕΑΝ
ΤΟ ΞΑΓΝΑΝΤΟ
Το Ξάγναντο ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Παρανεστίου, του ομώνυμου Δήμου. Παλαιότερη ονομασία του ήταν, Καρσί-Τσιφλίκ, μετονομάστηκε σε Ξάγναντο, με Δ. τη 1-4-1927.
Το Ξάγναντο έχει υψόμετρο 141 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, απέχει 3,5 χιλιόμετρα από την έδρα του Δήμου, το Παρανέστι, και 40 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του Νομού, τη Δράμα.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, στο Ξάγναντο εγκαταστάθηκαν 17 οικογένειες, συνολικά 72 άτομα, προερχόμενοι από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.
Με τα χρόνια και το Ξάγναντο υπέστη μείωση του πληθυσμού του, καθώς οι περισσότεροι νέοι, αναζήτησαν αλλού την τύχη τους, ακολουθώντας άλλα επαγγέλματα, πέραν της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, που παραδοσιακά οι γονείς τους ασχολιόντουσαν. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στο Ξάγναντο κατοικούν πλέον 40 άτομα.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
Ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Ξάγναντου, στεγάζεται στο κτήριο του πρώην Δημοτικού Σχολείου του χωριού. Αν και στις μέρες μας ο Σύλλογος βρίσκεται σε αναστολή λειτουργίας, οι κάτοικοι του χωριού προσπαθούν με κάθε τρόπο να προάγουν την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Στην αίθουσα του πρώην Δημοτικού Σχολείου, εκεί που άλλοτε διδάσκονταν γράμματα οι μαθητές, τα μέλη του Συλλόγου έχουν συγκεντρώσει και εκθέσει φωτογραφίες από τη ζωή των κατοίκων του Ξάγναντου, από την εποχή της πρώτης εγκατάστασής τους στο χωρίο και μετέπειτα.
Στη συλλογή αυτή συμπεριλαμβάνεται και το εικόνισμα της Παναγιάς το οποίο υπήρχε στη αίθουσα του Σχολείου, από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του, έως και την ημέρα παύσης του.
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Με Β.Δ. της 4-12-1936 ιδρύθηκε το 1/τάξιο Δημοτικό Σχολείο του συνοικισμού Ξάγναντο της τέως Κοινότητας Παρανεστίου το οποίο και καταργήθηκε το 1972, λόγω μείωσης των μαθητών του. Στο Σχολείο την περίοδο 1951, φοιτούσαν 18 μαθητές, το 1961, 27 μαθητές και το 1971, μόλις 11 μαθητές.
Το Σχολείο ανέστειλε τη λειτουργία του την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής (1941-1944).
Το Δημοτικό Σχολείο του Ξάγναντου, αρχικά στεγαζόταν σε οίκημα το οποίο είχαν κατασκευάσει οι κάτοικοι του συνοικισμού το 1932. Όμως, όταν τη σχολική περίοδο 1951-1952 επισκέφτηκε το Σχολείο ο Επιθεωρητής, Νικήτας Ζούμπας, έκρινε πως το οίκημα αυτό ήταν ακατάλληλο για τους μαθητές και ευθύς ζήτησε και πέτυχε από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. την έγκριση κατασκευής νέου διδακτηρίου στο χωριό.
Το υπουργείο τη σχολική χρονιά 1952-1953 ενέκρινε το ποσό των 15.000 δρχ. για την άμεση έναρξη των εργασιών, εκπονώντας και την ανάλογη μελέτη. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1953 με εμπειροτέχνη τον Ιορδάνη Φεσλίδη από το Τέμενος, ο οποίος και περάτωσε τη θεμελίωση τον ίδιο μήνα. Οι εργασίες ανωδομής κατακυρώθηκαν στο όνομα του εμπειροτέχνη Σάββα Νικολαΐδη, από την Κρήνη. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1953 και ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Οι εργασίες κατασκευής στέγης, πατώματος, εξωτερικής σκάλας και εσωτερικών επιχρισμάτων άρχισαν τον Ιούνιο του 1954 και τελείωσαν σ’ ένα μήνα, με εργολάβο τον Χρήστο Χριστοφή και υπεύθυνο Μηχανικό τον Δημήτριο Νεράντζη.
Για την ανέγερση του διδακτηρίου δαπανήθηκαν συνολικά 66.000 δρχ. Οι 30.000 δόθηκαν από τα υπόλοιπα του Δημοσυντήρητου Τάγματος Δράμας, οι 20.000 από την Κοινότητα Παρανεστίου και οι 15.000 δρχ. από κονδύλια Επενδύσεων του ΥΠ.Ε.Π.Θ.
Τα εγκαίνια του νέου διδακτηρίου πραγματοποιήθηκαν μεγαλοπρεπώς στις 28 Νοεμβρίου 1954. Το διδακτήριο είναι μονώροφο, τύπου 1/τάξιου σχολείου και διέθετε τους απαραίτητους χώρους για την εύρυθμη λειτουργία του Σχολείου.
Μετά την κατάργησή του, το 1982, η χρήση του κτηρίου μεταβιβάστηκε στην τέως Κοινότητα Παρανεστίου και στη συνέχεια στο Δήμο Παρανεστίου, ο οποίος αφού το επισκεύασε επιμελώς, το παρέδωσε στον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Ξάγναντου για την εκτέλεση διαφόρων εκδηλώσεων.
Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ
Ο Ιερός Ναός του Ξάγναντου είναι αφιερωμένος στη μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ημέρα κατά την οποία διοργανώνεται στο χωριό τριήμερο ποντιακό γλέντι, με πολύ μουσική και φαγητό. Το γλέντι αυτό το τιμούν, όχι μόνον οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή, καθώς και οι απανταχού Ξαγναντιώτες μετανάστες.
Η θεμελίωση του Ναού έγινε το 1958 και ολοκληρώθηκε το 1963, χάρη στην προσφορά των κατοίκων της περιοχής. Η εκκλησία είναι χτισμένη σε ύψωμα, από όπου η θέα του χωριού, αλλά και των βουνών που αγκαλιάζουν το Ξάγναντο, είναι εντυπωσιακή.
ΤΟ ΞΩΚΛΗΣΙ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Το Ξάγναντο, στο χώρο αναπαύσεως των ψυχών, (κοιμητήριο) έχει ένα ξωκλήσι το οποίο ανεγέρθη από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ξάγναντου και την προσωπική εργασία του Σωκράτη Παπαδόπουλου.
Το εκκλησάκι αυτό είναι αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Θεοδώρων και του Αγίου Συμεών. Δίπλα του υπάρχει ένα κιόσκι και μια σπάνια καμπάνα, φτιαγμένη από ένα λυγισμένο ξύλο οξιάς.
Την πρωτότυπη αυτή καμπάνα, με τέχνη κατασκεύασε ο Ξαγναντιώτης, Σωκράτης Παπαδόπουλος.
ΟΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Το Ξάγναντο, είναι ένα όμορφο χωριό, με πλούσια βλάστηση και εύφορη γη, καθώς ο ζωογόνος Νέστος ποταμός περνά δίπλα από τα χωράφια του χωριού. Επίσης, στο Ξάγναντο μπορεί να συναντάς παλιά εγκαταλειμμένα σπίτια, όπως στα περισσότερα χωριά της ακριτικής Παρανέστιας γης, ωστόσο, θα δεις και πολλά νεόδμητα, καλαίσθητα σπίτια με περιποιημένες ανθοστόλιστες αυλές.
Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, ΠΕΛΑΓΙΑ ΟΞΟΥΖΟΓΛΟΥ (1897-1972).
Δυστυχώς, άγνωστη παραμένει στο ευρύ κοινό, η ζωή και η δράση της καπετάνισσας του Πόντου, Πελαγίας, που έζησε στο Ξάγναντο του Δήμου Παρανεστίου, όπου βρίσκεται και ο τάφος της.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι, το Ποντιακό αντάρτικο που έμεινε στην ιστορία, δημιουργήθηκε από τους Έλληνες του Πόντου προκειμένου να γλυτώσουν από τα τάγματα εργασίας, τα εφιαλτικά Αμελέ Ταμπουρού, που είχαν ως στόχο την εξόντωσή τους.
Στην προσπάθεια αυτή, πολλοί αντάρτες έπαιρναν μαζί τους στο βουνό και τις οικογένειές τους, ενώ και οι γυναίκες βοηθούσαν στο αντάρτικο με κάθε τρόπο, κυρίως όμως, με τρόφιμα και μεταφορά μηνυμάτων.
Η σημαντικότερη αντάρτικη ομάδα της περιόδου ως το 1918, έχει για αρχηγό την καπετάνισσα Πελαγία, η οποία αναλαμβάνει τη διοίκηση της ομάδας, μετά το θάνατο του άνδρα της, του οπλαρχηγού Αντών Πασά, τον Αύγουστο του 1917.
Η ομάδα του Αντών Πασά, υπεράσπιζε τα Ελληνικά χωριά και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκικων συμμοριών. Το Τουρκικό κράτος μη μπορώντας να τον εντοπίσει και να τον αντιμετωπίσει τον επικήρυξε αντί του ποσού των 50.000 λιρών.
Στο πρόσωπό του, πολλοί από τους αντάρτες του Πόντου, έβλεπαν τον άνθρωπο ο οποίος μπορούσε να τους ενώσει.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ ΠΕΛΑΓΙΑ
Στις αρχές του 1915 (σε ηλικία 18 ετών), η Πελαγία Οξούζογλου, η οποία καταγόταν από το χωριό Κωστανούσαγι της Πάφρας, είχε καταφύγει στο βουνό με την οικογένειά της. Εκεί γνώρισε τον καπετάν Αντώνη Χατζηελευθερίου (Αντών Πασά ή Αντών Αγά ή Αντών Καραμπέγ), «αρχιστράτηγο» όλων των αντάρτικων ομάδων του Δυτικού Πόντου, τον μετέπειτα σύζυγό της.
Υπήρξε και η ίδια αντάρτισσα, ντυμένη με τη μαύρη αντάρτικη στολή του Πόντου και συνόδευε έφιππη τον καπετάνιο σύζυγό της, πολεμώντας μαζί του, σε όλες τις μάχες εναντίον των Τούρκων.
Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ
Θρυλική μένει η απελευθέρωση της καπετάνισσα Πελαγίας από τις φυλακές της Αμάσειας, από τον σύζυγό της Αντώνη Πασά.
Μετά το Δεκέμβριο του 1915, παρά το ότι είχαν σταματήσει οι καταδιώξεις των αποσπασμάτων, αυτά παρέμεναν στρατοπεδευμένα σε κομβικά σημεία, μη σταματώντας στιγμή να πληροφορούνται τις κινήσεις του Αντώνη Χατζηελευθερίου.
Το Μάρτιο του 1916, ο καπετάνιος, αφού διαμοίρασε τους άνδρες του, είχε καταφύγει σε ένα νερόμυλο στους πρόποδες του Κοτσάνταγ ή Καλινίκνταγ. Μαζί του είχε τρείς συντρόφους και τη γυναίκα του Πελαγία.
Στις 24 Μαρτίου, οι Νεότουρκοι, των οποίων δύο τάγματα στρατού είχαν στρατοπεδεύσει στο Κιζίλγκιολ, ειδοποιημένοι εκ των προτέρων, περικύκλωσαν το μύλο και ζήτησαν να παραδοθούν όσοι βρίσκονταν μέσα στο κτίσμα. Ο καπετάνιος, αφού οπλίστηκε, διέφυγε από τη νεροσυρμή του μύλου. Οι άνδρες του, σε μια πράξη αυτοθυσίας, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν όλοι, προσπαθώντας να δώσουν χρόνο στον καπετάνιο να διαφύγει.
Όταν οι άνδρες του αποσπάσματος εισήλθαν στο μύλο, βρήκαν μόνο έναν αντάρτη, που τους κοιτούσε περιφρονητικά. Αμέσως μετά έβγαλε τον κεφαλόδεσμο (πασλίκι), και τους δήλωσε ότι ήταν η γυναίκα του καπετάνιου και όχι άνδρας, ενώ οι στρατιώτες είχαν πιστέψει ότι είχαν συλλάβει τον Καπετάν Αντώνη.
Η συλληφθείσα Πελαγία οδηγήθηκε στο Κιζίλγκιολ, την έδρα των αποσπασμάτων και παραδόθηκε στον Φερίκμπεη. Από το Κιζίλγκιολ οδηγήθηκε στην Πάφρα και από εκεί στην Αμισό, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στη συνέχεια, οδηγήθηκε στην Αμάσεια για την εκτέλεση της ποινής. Ο αρχικαπετάνιος πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του οδηγήθηκε στην Αμάσεια, στις φυλακές της οποίας φυλασσόταν απομονωμένη. Συγκέντρωσε πενήντα καπετάνιους και τετρακόσιους αντάρτες και με τα άλογα ξεκίνησαν για την Αμάσεια. Έφτασαν στο χωριό Κελτίκ, έξω από την Αμάσεια, περικύκλωσαν το χωριό, συνέλαβαν το χότζα του χωριού και ο καπετάνιος τον απέστειλε στο διοικητή της Αμάσειας, αφού του παρέδωσε ένα γράμμα με τη σφραγίδα του, στο οποίο για πρώτη φορά υπέγραφε ως ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΓ.
Με τον τρόπο αυτόν ήθελε να δηλώσει στο Νεότουρκο διοικητή ότι ήταν αποφασισμένος για τα χειρότερα, αν δεν απελευθέρωνε τη σύζυγό του. Ο αρχικαπετάνιος έγραφε στο διοικητή ότι, αν δεν έστελνε αμέσως την Πελαγία στα λημέρια του στο Νεπιέν, θα έκαιγε το χωριό χωρίς να λυπηθεί κανέναν, και επιπλέον, θα κατέβαινε με τους πέντε χιλιάδες(!) αντάρτες του στην Αμάσεια, για να την κάψει και αυτήν από τα θεμέλια. Πανικόβλητος, ο διοικητής πήγε προσωπικά στις φυλακές, αποφυλάκισε την Πελαγία, την επιβίβασε σε ένα παϊτόνι, της έδωσε προσωπική φρουρά-με επικεφαλής αξιωματικό, που την οδήγησαν στο Καβάκ και από εκεί στο βουνό Νεπιέν.
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Ο αρχικαπετάνιος Αντώνης Χατζηελευθερίου είχε μαρτυρικό θάνατο. Ότι δεν είχαν καταφέρει να κάνουν με τη δύναμη των όπλων οι Τούρκοι, το κατάφεραν με τη δύναμη του χρυσού. Τον πρόδωσαν τρία πρωτοπαλίκαρα του. Θαμπωμένοι από το χρυσό, οργάνωσαν τη δολοφονία του χωρίς καμιά τύψη (τον Αύγουστο του 1917). Η άνανδρη πράξη των τριών προδοτών συντάραξε τον ελληνισμό του Πόντου. Ο Μητροπολίτης Αμάσιας, Γερμανός Καραβαγγέλης, εξόπλισε ένα σώμα κι έψαξε να τους βρει, αλλά μάταια.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΕΛΑΓΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ
Η Πελαγία, κατόπιν στην Τουρκία, παντρεύτηκε τον δεύτερο σύζυγό της Ιωάννη Κεσκινίδη, άνθρωπο μορφωμένο και συνοδό εν ζωή του Αντώνη, με τον οποίο εγκαταστάθηκε στην Πασχαλιά του νομού Ξάνθης, το 1924. Στην κατοχή χάνει όμως και το δεύτερο σύζυγό της, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος .
Το 1943 η Πελαγία παντρεύεται για τρίτη φορά, τον Νικόλαο Ορφανίδη και κατοικεί πλέον μόνιμα στο Ξάγναντο του Παρανεστίου, όπου και ο τάφος της.
Πέθανε σε ηλικία 75 ετών, το Νοέμβριο του 1972, αφού είχε χάσει μερικούς μήνες πριν το σύζυγό της Νικόλαο, το Μάρτιο του 1972).